Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ

Υπάρχει η αίσθηση ότι το άσπρο χρώμα των κυκλαδίτικων σπιτιών με τα γαλάζια παράθυρα αποτελεί μια τοπική παράδοση. Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Για αιώνες, τα σπίτια είχαν «γαιώδες» χρώμα και σχετικά πρόσφατα απέκτησαν τη σημερινή τους μορφή.

Το σπίτι του νησιού, έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που ανεξάρτητα από το χρώμα, φανερώνονται στην κατασκευή του. Το αυθεντικό κυκλαδίτικο οικοδόμημα, έχει στενή σχέση με την καστρική του μορφή, μέσα στα όρια του οικισμού, με την «ιστορία των υλικών» που χρtησιμοποιήθηκαν και με τον τρόπο που κτίστηκε.
Η μαστοριά των κατασκευών
Στα νησιά η καλή τοιχοποιία (η ξερολιθιά), ήταν η βασική μέριμνα των κτιστάδων. Έπρεπε με τις πέτρες να συγκρατήσουν τον όγκο της οικοδομής, να βρουν τις κατάλληλες, να τις λαξεύσουν στο σχήμα και στο επιθυμητό πάχος. Μετά εξασφάλιζαν την σταθερότητα της ξερολιθιάς με λάσπη ανάμεσα στις πέτρες, από καλά κοσκινισμένο χώμα, ανακατεμένο με ψιλή λατύπη, που την έφερναν από τα νταμάρια τον μαρμάρου. Η πλειονότητα των κτισμάτων δεν ήταν εξωτερικά σοβαντισμένα, όπως σήμερα.
Μέχρι τον τελευταίο πόλεμο, τα σπίτια ήταν τριών κυρίως κατηγοριών: τ' αγροτικά, των ανθρώπων δηλαδή που βιοπορίζονταν από τη γη και τη θάλασσα, τα λαϊκά, των χωριών κι εκείνα που τ' αποκαλούσαν των μεγάλων νοικοκυραίων, των αφεντάδων, των καραβοκύρηδων.
Τ' αγροτικά, τα λεγόμενα και «μιτάτα», απ' έξω ήταν απλοϊκά, ασοβάντιστα, γιατί το βάρος δινόταν στην εσωτερική διαρρύθμιση, ώστε με βατό τρόπο να είναι χρηστικά, για τις ανάγκες τον ιδιοκτήτη (για τα ζώα, το μαγείρεμα και για τις άλλες ανάγκες, φτιάχνονταν παραπλήσια κτίσματα). Τ' αγροτικά σπίτια, παίρνανε το χρώμα τούς από τη συνέχεια του χώματος και της ξερολιθιάς. Από μακριά ήταν σχεδόν αθέατα, καμουφλαρισμένα μέσα στο περιβάλλον και μόνο τα παράθυρα κι οι πόρτες τους διέφεραν, που είχαν το χρώμα της φακής, γκρι ή καφέ.
Τα λαϊκά (τα χωριάτικα) σπίτια, ήταν εξωτερικά επιχρισμένα μ' ένα ιδιαίτερο τρόπο: μαρμαρόσκονη, που ανακατευόταν με νερό και χώμα (στη Σαντορίνη άσπα-τέφρα και λάσπη). Αυτό το μίγμα, σφηνώνονταν ανάμεσα στις μικρές πέτρες στον τοίχο, για να ενισχυθεί η τοιχοποιία. Επειδή η εξωτερική επιφάνεια δεν ήταν λεία, δεν μπορούσαν να την τρίψουν ομοιόμορφα όταν στέγνωνε. Έτσι λοιπόν, με τη μύτη τού μυστριού, περνούσαν το μίγμα τον σοβά κατά μήκος του τοίχου. Η πιεσμένη λάσπη, έκανε καλύτερη πρόσφυση και κάλυπτε την τοιχοποιία. Επειδή έπρεπε το μίγμα του σοβά να είναι κάπως νωπό για να μην ξεραθεί και καταρρεύσει, ασβέστωναν τον τοίχο 2-3 φορές το χρόνο, κυρίως πριν από το καλοκαίρι κι έπαιρνε το σπίτι, την άσπρη, καθαρή του όψη.

Η κάτοψη αυτών των σπιτιών, ήταν μονόχωρη. (ήταν όπως τα σπίτια της μινωικής εποχής). Όταν υπήρχε ανάγκη μεγαλύτερου χώρου, το δωμάτιο επεκτείνονταν κι ένα δοκάρι ή ένα τόξο, χώριζε τη σάλα σε δυο μέρη.
Ακόμα, η επέκταση του σπιτιού γίνονταν προς τα κάτω (κατώγια), πάνω (ανώγια) ή γύρω του βασικού χτίσματος. Μ' αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε η εφαπτόμενη «πλαστικότητα» των οικισμών, με τα επάλληλα επίπεδα των δωμάτων.
Το άσπρο χρώμα του ασβέστη, έφτιαξε τη γραφική ενότητα τον οικισμού. Σαν θεατρικό σκηνικό: λες και δημιουργήθηκαν όλα από ένα χέρι. -Βλ. μελέτη τον μεγάλου Γάλλου αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ (Le Corbusier) για τα σπίτια των Κυκλάδων.
Στην τρίτη κατηγορία των νησιώτικων σπιτιών, των πιο εύπορων (από την ευμάρεια τον 1850 και μετά στη Νάξο) που γίνανε από την αρχή βάση σχεδίου, η εξωτερική τους όψη είχε την «πολυτέλεια» της μαρμαροκατασκευής. Ήταν επιστρωμένα από καλοδουλεμένο σοβά, που έπαιρνε τους χρωματισμούς που άρεσαν στον ιδιοκτήτη.
 Αυτά τα χρώματα, (εμπνευσμένα από το χρώμα της γης ή τις ανταύγειες που δίνει ο ιριδισμός του φωτός στο θαλασσινά νερό), έχουν μια διαχρονική συνέχεια, από τ, αρχαϊκά χρόνια μέχρι τα νεότερα. Γι, αυτό και αν παρατηρήσεις τα εναπομείναντα αρχοντικά στο Χαλκί, στον ξεθωριασμένο σοβά βλέπεις ακόμη τ' απομεινάρια των χρωμάτων.
Στη Σύρο, με ιστορικό παρελθόν στα αστικά σπίτια, τα χρωματικά δείγματα είναι περισσότερα (όπως στην ,Ανδρο, Μυτιλήνη, Σύμη, Καστελόριζο).
Τα αστικά σπίτια με τις χρωματιστές πινελιές, ξεκουράζουν την εικόνα μας. Το μάτι κάθεται εκεί και ξεχνιέται. Τα χρωματιστά σπίτια, είναι ένας ζωγραφικός πίνακας, μέσα στο μονόχρωμο χωροταξικό τοπίο.
Και λίγο από την ιστορία
Το 1938, ο Μεταξάς διατάσσει να περαστούν με ασβέστη όλα τα σπίτια των νησιών (σοβαντισμένα ή ασοβάντιστα), για να προστατευτούν μ' αυτό τον τρόπο, από τη χολέρα, που μάστιζε εκείνη την εποχή την Ελλάδα κι είχε απλωθεί και στα οικόσιτα πτηνά. Ο ασβέστης θεωρήθηκε το κατεξοχήν απολυμαντικό, αφού τότε ακόμη δεν ήταν διαδεδομένη η χρήση της χλωρίνης. Έτσι τα σπίτια στα νησιά γίνανε άσπρα (ακόμα και τα χρωματιστά), με την επίβλεψη -τον αυστηρού χωροφύλακα.
Στη συνέχεια το μέτρο προφύλαξης ξεχάστηκε. όμως μερικοί κράτησαν τον ασβέστη. Με το φόβο της φυματίωσης, που θέριζε εκείνα τα χρόνια, όταν έρχονταν το Πάσχα, ασβέστωναν το χωριό, από τους τοίχους μέχρι τα σοκάκια, για να δείχνουν παστρικά τα σπίτια.
Το 1955, η τότε βασίλισσα Φρειδερίκη, μετά από προτροπές ευγενών εικαστικών και κοσμικών κύκλων, (Ελένη Βλάχου, Σπύρος Μελάς, Κώστας Μπίρης), παρουσιάζει στον Καραμανλή, ως πρόταση διαφήμισης για τα ελληνικά νησιά, μια μυκονιάτικη φωτογραφία-πρότυπο, καλοσυντηρημένων σπιτιών, που είχαν στην ιδιοκτησία τους μερικοί ξένοι και ντόπιοι κοσμοπολίτες αστοί. Η συνταγή ήταν καλοφτιαγμένη.
 Η εικόνα του Αιγαίου: το άσπρο, το χρώμα της αγνότητας, σε συνδυασμό με το μπλε της θάλασσας, του ουρανού και της ελληνικής σημαίας, έγινε το σήμα κατατεθέν της εποχής. Ήταν τότε που η «εθνικοφροσύνη» μετρούσε και με το τι χρώμα προτιμούσες, πόσο «μπλε» είσαι.
Το κόκκινο, ήταν ο στιγματισμός των αντιφρονούντων!
Έτσι, προωθήθηκε ο «μύθος» των παραδοσιακών σπιτιών τον Αιγαίου: άσπροι. κύβοι, που 'γιναν σπίτια με μπλε παράθυρα και πόρτες, με δύο γλάρους κι ένα ήλιο αντικρύ τους.
Το μοντέλο της κυκλαδίτικης οικοδομής, των σπιτιών της Μυκόνου, αντιγράφηκε κι επιβλήθηκε από τους καθοδηγητές του «ελληνικού οργανισμού τουρισμού» (ΕΟΤ).
Πηγή: "Μια αιρετική άποψη για το λευκό των Κυκλάδων / του Μιχάλη Μιχελή", Ιούνιος 24, 2008, Αναδημοσίευση από την εβδομαδιαία εφημερίδα της Νάξου «Η Μάσκα». (Το πλήρες κείμενο του άρθρου εδώ>>>> )